Ο Ζωγράφος μέσα από τα μάτια του γιου του
Στην ηλικία των πέντε χρόνων μπήκα τρέχοντας στο σπίτι κρατώντας ένα μαύρο μπερέ ενός Άγγλου στρατιώτη που του είχε πέσει στην προσπάθεια του να μας διώξει από την αλάνα που παίζαμε ποδόσφαιρο. Ήταν τότε το 1955 όταν ο κλοιός του Αγγλικού ζυγού άρχισε να σφίγγει επικίνδυνα. Οι Άγγλοι εκείνη την μέρα είχαν επιβάλει κατ’ οίκον περιορισμό. Ο πατέρας μου στην προσπάθεια του να με περιορίσει στο σπίτι, με έπεισε ότι η αμφίεση με τον μπερέ μου ταίριαζε ιδιαίτερα, και κάπως έτσι προέκυψε το πρώτο μου πορτρέτο.
Μεγάλη θυμάμαι ήταν η έκπληξη και ο θαυμασμός μου, όταν μετά από όχι περισσότερο από σαράντα πέντε λεπτά, κοίταζα τον εαυτό μου στον καμβά, τόσο αληθινό, τόσο πραγματικό, τόσο ζωντανό.
Αυτή ήταν η πρώτη μου εμπειρία με τον ζωγράφο Βίκτωρα Ιωαννίδη. Ήταν τότε που πραγματικά συνειδητοποίησα ότι αυτή του η ενασχόληση που καθημερινά έβλεπα, αλλά χωρίς να δίνω μεγάλη σημασία, θα μπορούσε να έχει ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Μέχρι τότε για μένα ήταν κάτι δεδομένο, σύνηθες και απλό. Ποτέ δεν είχα συνειδητοποιήσει τι σημαίνει να ζωγραφίζει κάποιος.
Θυμάμαι επίσης μια πολύ προσφιλή του συνήθεια να σκιτσάρει θαμώνες ή άλλες σκηνές σε κάθε χώρο που τύγχανε να βρισκόμασταν.
Κουβαλούσε πάντα το μικρό μπλοκάκι και ποτέ δεν έχανε την ευκαιρία να εντοπίζει κάτι που του άρεσε και να το αποτυπώνει με δεξιότητα στο χαρτί. Μεγάλη πάντα ήταν η εντύπωση και ταυτόχρονα η έκπληξη μου όταν με πολύ λίγες μονοκοντυλιές έβλεπα μπροστά μου το πρόσωπο που καθόταν απέναντι μας. Πόσο μάλλον, η έκπληξη του εικονιζόμενου όταν τύχαινε να δει το σχέδιο, που συνήθως ο πατέρας μου του το χάριζε. Αυτό ακριβώς το γεγονός με έχει κάνει, χρόνια μετά, να καταλάβω την διαφορά μεταξύ του έμφυτου ταλέντου και της απλής ικανότητας κάποιου να σχεδιάζει.
Μια άλλη εμπειρία που πάντα μου έκανε εντύπωση ήταν η αγωνία του για το αποτέλεσμα που θα προέκυπτε για το κάθε έργο του, ειδικά εκείνων με την τεχνοτροπία της τέμπερας.
Ατελείωτες ήταν οι ώρες που στην ειδική γωνιά στον πάγκο του ατελιέ του (του ατελιέ που με τόση αγάπη, τέχνη και γούστο ο ίδιος διακόσμησε), προετοίμαζε τα ειδικά μείγματα των διάφορων υλικών τα οποία έψηνε στην φωτιά.
Η δυσκολία ήταν ότι έπρεπε να προλάβει να σχεδιάσει την σύνθεση ενώ το μείγμα της πάστας ήταν σε υγρή μορφή. Αν στέγνωνε πριν προλάβει να ολοκληρώσει το σχέδιο ήταν αδύνατη η συνέχιση του ή συμπλήρωση ή διόρθωση του. Όπως μου έλεγε χαρακτηριστικά, δεν ήταν καθόλου ασυνήθες από τις δέκα προσπάθειες η μια ή δύο να πετύχαιναν.
Για εκείνα τα έργα που πετύχαιναν όμως, περιττό να τονίσω ότι ήταν εξαιρετικά, τόσο στην υφή, στην φρεσκάδα και την φωτεινότητα.
Όταν μου ζητήθηκε να γράψω το κείμενο αυτό, δεν είχα προβλέψει ότι θα ήταν για μένα και μια άσκηση αυτογνωσίας. Το να γράφει κανείς για τον πατέρα του, συνιστά βεβαίως ενέργεια καθαρά υποκειμενική. Δεν ξέρω πόσο κατάφερα να ξεφύγω από αυτόν τον υποκειμενισμό του γιου. Οι γονείς είναι ότι προσφιλέστερο και ιδιαίτερο για τον καθένα από μας. Προφανώς το ίδιο ισχύει και για μένα.
Ο Βίκτωρας Ιωαννίδης όμως είναι ένας ιδιαίτερος άνθρωπος όχι μόνο για μένα. Το λένε όλοι, οι φίλοι του, οι γνωστοί του, οι μαθητές του, οι συνεργάτες, οι συνάδελφοι του, τα δημοσιεύματα των εφημερίδων, οι αναφορές στην τηλεόραση, οι φωτογραφίες μιας παλαιότερης εποχής, οι συγγραφείς, οι τεχνοκρίτες και όποιος είχε την τύχη να τον γνωρίσει κάτω από οποιαδήποτε ιδιότητα του.
Ψάχνοντας το υλικό που είχα φυλαγμένο στο πατρικό μου σπίτι και αλλού, άλλο ελαφρά ταξινομημένο, άλλο ακανόνιστα σκορπισμένο, έκανα αναγκαστικά μια βουτιά στο παρελθόν, το δικό του και μοιραία και στο δικό μου. Μια βουτιά γεμάτη εκπλήξεις αλλά συνάμα και μεγάλη συγκίνηση γιατί ακόμη και τώρα, γράφοντας αυτές τις γραμμές ανακαλύπτω στοιχεία και πτυχές του πατέρα μου που δεν γνώριζα.
Μαθαίνω πολλά άλλα για τον Βικτωρή, όπως οι στενοί του φίλοι τον φώναζαν, για ένα άλλο Ιωαννίδη που λόγω της σεμνότητας του χαρακτήρα του, καθώς και της μετριοφροσύνης του, ουδέποτε επεδίωξε να προβάλει.
Μαθαίνω για τις διάφορες πρωτιές του, τόσο στον καλλιτεχνικό τομέα, όσο και αλλού, για το πηγαίο και αστείρευτο χιούμορ του, για την αγάπη του προς τους μαθητές του, την οικογένεια του, αλλά ταυτόχρονα και για τις ιδιορρυθμίες του, για την αδιαφορία του για τον πλούτο και την απέχθεια του για την αυτοπροβολή. Μαθαίνω επίσης για τα ανεκπλήρωτα όνειρα και τις επιθυμίες του και ένα αίσθημα λύπης διαπερνά την ψυχή μου γιατί η διαφορά ηλικίας μεταξύ μας δεν μας επέτρεψε να απολαύσει και να ζήσει ο ένας τον άλλο όσο και οι δύο μας, είμαι σίγουρος, θα θέλαμε.
Πόση, αλήθεια, θα ήταν η χαρά και η ικανοποίηση αν εκείνος πιο νέος και εγώ πιο μεγάλος και ώριμος, να είχα την ευκαιρία να τον συνοδεύσω σε ταξίδια, σε χώρες της επιλογής του, σε μουσεία, σε πινακοθήκες και γκαλερί.
Πόση θα ήταν η χαρά που θα είχα, να καθόμαστε μαζί και να τον παρακολουθώ να ζωγραφίζει, να βλέπω μέσα από τα μάτια του την λάμψη της ικανοποίησης της δημιουργίας στην ολοκλήρωση ενός έργου ή να τον ακούω να φιλοσοφεί ή να κριτικάρει και να μεμψιμοιρεί για τα κακώς έχοντα.
Εκφράζοντας φυσικά αυτό το συναίσθημα, που περιέχει μια ανικανοποίητη επιθυμία που δεν εκπληρώθηκε στον βαθμό που θα ήθελα σήμερα να γινόταν, θα ήμουν άδικος αν δεν έλεγα ότι νοιώθω πολύ τυχερός γιατί γεννήθηκα, ανατράφηκα, έζησα και γαλουχήθηκα μέσα σε ένα περιβάλλον που μόνο θετικά ερεθίσματα μπορούσε να μου προσφέρει.
Ποια απ’ όλα αυτά να θυμηθώ και να μην τα αποδώσω σ’ αυτόν;
Την έλξη του προς την μουσική, που όπως μας διηγόταν παλιά, ήταν η πρώτη του αγάπη και ότι αρχικά πρόθεση του ήταν να σπουδάσει μουσική αλλά που τελικά τον κέρδισε η ζωγραφική;
Δύο τέχνες όμως που πάντοτε συνυπήρχαν μέσα του και που μέχρι το τέλος της ζωής του ποτέ δεν εγκατέλειψε, αλλά που με πίστη, αφοσίωση αλλά κυρίως αγάπη, υπηρέτησε.
Πόσες ήταν οι φορές που αγαπημένα του κομμάτια κλασσικής μουσικής, ακούγονταν από το ατελιέ του όπου συνήθως απομονωνόταν και που νόμιζε κανείς ότι εκτελούνταν από μια ολόκληρη ορχήστρα εγχόρδων που έπαιζε εκ του φυσικού. Δεν ήταν όμως τίποτε άλλο από την επινόηση του να έχει ηχογραφημένα κλασσικά κομμάτια και να τα συνοδεύει ο ίδιος, πότε με την κιθάρα του και πότε με το βιολοντσέλο του.
Ατελείωτες ήταν οι ώρες που όταν δεν ζωγράφιζε εξασκούσε τον εαυτό του στην κιθάρα ή το βιολοντσέλο. Ήταν τότε που η απόλυτη ησυχία ήταν αναγκαία προϋπόθεση και που πάντα αναγκαζόταν να εγκαταλείψει την ενασχόληση του αυτή, όταν εγώ έφηβος τότε, μαζί με τους φίλους μου μαζευόμασταν στην αυλή για το καθιερωμένο απογευματινό παιχνίδι μας.
Μεγάλη ήταν η έκπληξη μου αλλά και η συγκίνηση μου όταν, αν θυμάμαι καλά, την δεκαετία του 1980, άκουσε για πρώτη φορά μια κασέτα που είχα ετοιμάσει για μένα με μια σειρά από τραγούδια του Κώστα Χατζή.
Έκπληξη, γιατί έδειξε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για ένα σύγχρονο καλλιτέχνη, μια και γνωστή ήταν η θέση του που πάντα δεν παρέλειπε να εκφράζει, για την έλλειψη ποιότητας στο σύγχρονο ελληνικό τραγούδι.
Μου ζήτησε να του αντιγράψω την κασέτα και που έκτοτε δεν παρέλειπε ποτέ να την ακούει συνέχεια και να μου λέει με μεγάλη συγκίνηση ότι αυτός πράγματι είναι “φιλόσοφος” και “ποιοτικός τραγουδιστής”.
Ποτέ δεν μου απεκάλυψε γιατί του προκαλούσε τόσο ιδιαίτερη συγκίνηση. Μετά από χρόνια όμως, σε τυχαία συνομιλία με την μητέρα μου πήρα την απάντηση. Ήταν η ευχαρίστηση και η ικανοποίηση που ένοιωσε για τις μουσικές επιλογές του εφήβου τότε γιού του. Περιττό να τονίσω ότι τα δάκρυα δεν μου λείπουν όταν και σήμερα ακούω τα συγκεκριμένα τραγούδια.
Κάτι που πράγματι αποτέλεσε έκπληξη για μένα, ήταν όταν ανακάλυψα μια σειρά από ποιήματα που κατά καιρούς φαίνεται ότι έγραφε, ποικίλου μάλιστα περιεχομένου. Άλλα χιουμοριστικά με έντονο το στοιχείο της σάτιρας συγκεκριμένων προσώπων και καταστάσεων, άλλα συναισθηματικού και ερωτικού περιεχομένου και άλλα πολιτικού περιεχομένου.
Μια ενασχόληση που δεν είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω ότι τον ενδιέφερε ιδιαίτερα στο σημείο που να γράφει ο ίδιος ποιήματα. Το μόνο που γνώριζα σχετικό ήταν η αγάπη και ο θαυμασμός του για τον μεγάλο ποιητή Κωστή Παλαμά που είχε μάλιστα την ευκαιρία να γνωρίσει προσωπικά και να φιλοτεχνήσει σκίτσο του. Σώζεται, σε δυστυχώς άσχημη κατάσταση και χειρόγραφο του ποιητή με στίχους από ποίημα του, υπογραμμένο από τον ίδιο, που προφανώς του χάρισε.
Αγαπημένος του συγγραφέας δεν ήταν άλλος από τον Νίκο Καζαντζάκη, τα βιβλία του οποίου κοσμούν μέχρι σήμερα την βιβλιοθήκη του. Ιδιαίτερη σημασία για μένα αλλά και ξεχωριστή συγκίνηση μου προκαλείται σήμερα, όταν ξεφυλλίζοντας τα διάφορα βιβλία που διάβαζε ο πατέρας μου, να βρίσκω ολόκληρες παραγράφους υπογραμμισμένες ή ακόμη μικρές σημειώσεις με σκέψεις ή παρατηρήσεις για το περιεχόμενο τους, κάτι που πάντοτε συνήθιζε να κάνει και που για κάποιον τρίτο που ξαναδιαβάζει το συγκεκριμένο βιβλίο μπορεί μέσω αυτών εύκολα να βγάλει συμπέρασμα για το τι συγκίνησε τον προηγούμενο αναγνώστη.
Μεγαλύτερη όμως απ’ όλες είναι η συγκίνηση μου όταν ακούω τρίτους να μου μιλούν για τον πατέρα μου.
Τρίτοι είτε αυτοί είναι μαθητές, κριτικοί τέχνης, συνάδελφοι του καθηγητές, πολύ νεότεροι σε ηλικία φυσικά, που είχαν όμως την τύχη να τον γνωρίσουν τόσο σαν δάσκαλο τους και στην συνέχεια σαν συνάδελφο, ακόμα μάλιστα κι απόγονοι στενών του φίλων που είχαν την ευκαιρία να ακούσουν από τους πατεράδες και το ευρύτερο τους περιβάλλον για τον ζωγράφο, φίλο, δάσκαλο, μα πέρα απ’ όλα “άνθρωπο” Βίκτωρα Ιωαννίδη.
Έγραφε ο δάσκαλος του, μα στην συνέχεια στενός φίλος και συνεργάτης του Γιώργος Φασουλιώτης, σε ένα μικρό αλλά προφητικό άρθρο του στην εφημερίδα “Παρατηρητής” στις 06/02/1924, κάποιους δηλαδή μήνες μετά την άφιξη του πατέρα μου στην Ελλάδα για σπουδές.
“Η συγκίνηση που νιώθω αυτή την στιγμή που γράφω τις λίγες αυτές γραμμές είναι η ίδια που αισθάνεται ο πατέρας που ακούει για πρώτη φορά το παιδί του να πρωτομιλάει.
Τον θυμάμαι μικρό ακόμη παιδάκι που σιωπηλό στεκότανε πριν ακόμη γίνω δάσκαλος και περίμενε να δούνε όλοι οι μεγάλοι τα σκίτσα μου για να έρθει ντροπαλά να μου ζητήσει να τα δει κι’ αυτός. Λίγη προσοχή αν είχε κανένας τότε θα ένοιωθε πως τα βλέπει ένας μελλούμενος καλλιτέχνης. Το μικρό αυτό παιδάκι των δώδεκα χρόνων την άλλη μέρα έκανε τα ίδια σκίτσα, το μικρό αυτό παιδάκι ήτανε το μεγάλο ταλέντο που πρέπει να περιβληθεί με μεγαλύτερη προσοχή από την πόλη του, μη χαθεί όπως χάνονται στην Ρωμιοσύνη τόσα άλλα, είναι ένα απ’ τα καλά υλικά που πρέπει να τα προσέχουμε γιατί μ’ αυτά θα δημιουργηθεί της Ελλάδος το μέλλον.
Τρεις μήνες δεν είναι ακόμα που βρίσκεται στην Αθήνα και μπορεί κάθε Λεμεσιανός με ευχαρίστηση να βλέπει τα ωραιότερα στα Αθηναϊκά φύλλα σκίτσα του και εγώ με υπερηφάνεια και χαρά να παρακολουθώ την εξέλιξη του σ’ ένα πρώτης τάξεως καλλιτέχνη”.
Έγραφε χαρακτηριστικά η γνωστή ποιήτρια και συγγραφέας Πίτσα Γαλάζη σε συνέντευξη που του πήρε λίγους μήνες πριν από τον θάνατο του και που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ”, Τεύχος 35, στις 14/04/1984.
“Δεν είχα δυστυχώς την καλή τύχη νάχω τον Βίκτωρα Ιωαννίδη δάσκαλο στο Γυμνάσιο που φοίτησα. Έχω όμως την χαρά να με τιμά με την φιλία του και οφείλω να ομολογήσω πως ο Βίκτωρας είναι από τους ανθρώπους που όχι μόνο εκτιμώ και αγαπώ απεριόριστα σαν ζωγράφο, αλλά αγαπώ ιδιαίτερα σαν άνθρωπο”.
Ο μαθητής του και μετέπειτα στενός φίλος του γνωστός Δημοσιογράφος και γκαλερίστας Κώστας Σερέζης έγραφε σε άρθρο του στον “Φιλελεύθερο” το 1984.
“Τον θυμάμαι από τα θρανία του Λανιτείου Γυμνασίου. Είχε ένα αέρα αρχοντιάς και ένα ύφος σχεδόν πάντα σοβαρό. Συχνά μεμψιμοιρούσε. Όχι για τίποτε άλλο, παρά για την έλλειψη αισθητικής καλλιέργειας. Στο σχολείο πρώτα, στην κοινωνία μετά. Δεν τον εγκατέλειπε όμως ποτέ το χιούμορ. Δεν πρόκειται να σας κάμω ζωγράφους μας έλεγε συχνά. Μάθετε όμως να τραβάτε μια γραμμή σωστά, να εκτιμάτε το ωραίο. Η αγάπη του ωραίου κάνει την ζωή καλύτερη”.
Ο μαθητής του και ζωγράφος Ανδρέας Εφεσόπουλος σε αναφορά του σε άρθρο του το 1991 με τίτλο “Κύπριοι Δημιουργοί” στο περιοδικό “ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ” τεύχος 207 έγραφε:
“Η Τέχνη και οι δημιουργοί της αποτελούν τον Εθνικό πολιτιστικό πλούτο κάθε χώρας. Όταν κάποιοι δημιουργοί κατέχουν επάξια τον τίτλο του προπάτορα, του πρωτοπόρου και του θεμελιωτή ενός εθνικού πολιτισμού τότε, αυτοί και το έργο τους αποτελούν ιδιαίτερο μεγάλης αξίας πολιτιστικό θησαυρό για τον τόπο τους.
Ένας τέτοιος πρωτοπόρος και θεμελιωτής των Κυπριακών Πολιτιστικών Αξιών είναι για μας ο Βίκτωρας Ιωαννίδης, ο σκιτσογράφος, ο ζωγράφος, ο δάσκαλος, μα πάνω απ’ όλα ο ευαίσθητος άνθρωπος και ο καλλιτέχνης δημιουργός”.
Δύο άνθρωποι που είχαν αναπτύξει ιδιαίτερο δεσμό μαζί του, πρώτα σαν μαθητές και μετέπειτα συνάδελφοι καθηγητές στο Λανίτειο Γυμνάσιο ήταν ο Φιλόλογος Ανδρέας Παστελλάς και ο Καθηγητής Αγγλικών Αρτέμης Ζαχαρίου.
Γράφει ο Αρτέμης Ζαχαρίου τον οποίο ο Βίκτωρας Ιωαννίδης αγαπούσε ιδιαίτερα και είχε αναπτύξει ιδιαίτερη σχέση φιλίας και αλληλοεκτίμησης
Ο δάσκαλος μου και στην συνέχεια συνάδελφος και φίλος μου, ήταν ο άνθρωπος που μας γέμιζε με το χιούμορ του, την καλοσύνη του, την ανθρωπιά και την αγάπη του για την τέχνη.
Ήταν ο αγνός καλλιτέχνης που η προβολή και το χρήμα ήταν αδιάφορα για τον ίδιο.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά σε παρατήρηση μου για την χαμηλή τιμολόγηση των πινάκων του, μου απάντησε: “Σκοπός μου είναι να δώσω την ευκαιρία στον κάθε φιλότεχνο να αγοράσει και να στολίσει το σπίτι του με πραγματικά έργα τέχνης φτιαγμένα από το χέρι ενός ζωγράφου”.
Ο φιλόλογος συνάδελφος και φίλος του Ανδρέα Παστελλάς έγραφε σε σημείωμα του για τον ίδιο.
“Η παρουσία του Β. Ιωαννίδη τόσο ως δημιουργού όσο και ως δασκάλου, άφησε ισχυρά τα ίχνη της. Τούτο μαρτυρεί όχι μόνο η ευρύτερη επίδραση του στην ανύψωση της αισθητικής καλλιέργειας του κοινού, αλλά και η ανάδειξη μιας πλειάδας νέων ζωγράφων που έδειξαν ενωρίς το ταλέντο και τις ικανότητες τους από τα μαθητικά θρανία. Η έλευση του Β. Ιωαννίδη πίσω στην πόλη του προσέδιδε στην υποτυπώδη εώς ελάχιστη τότε απασχόληση με τη ζωγραφική, ένα νέο ισχυρό έρεισμα. Εκόμιζε την στερεή γνώση του τεχνίτη, τον αέρα μιάς ανώτερης εμπειρίας στηριγμένης σε συστηματικές σπουδές, πλάι στο αυθεντικό ταλέντο που διέθετε. Μετέφερε τις γνήσιες ανησυχίες ενός αληθινού καλλιτέχνη που αναζητεί νέους δρόμους στην προσπέλαση των σταθερών στόχων απεικόνισης της πραγματικότητας”.
Η Ιστορικός Τέχνης και Διευθύντρια των Πολιτιστικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Παιδείας Ελένη Νικήτα σε διάλεξη της στο οίκημα του Κέντρου Γραμμάτων και Τεχνών στην Λεμεσό με θέμα “Οι Πρωτοπόροι Καλλιτέχνες της Λεμεσού” έλεγε χαρακτηριστικά για τον ίδιο και το έργο του.
“Εκείνος βέβαια που πραγματικά συνέβαλε στην δημιουργία καλλιτεχνικής ζωής και παιδείας στην Λεμεσό, είναι ο Βίκτωρας Ιωαννίδης, ο οποίος καθιερώθηκε να ονομάζεται και ο «Ζωγράφος της Λεμεσού». Υπήρξε ο συνδετικός κρίκος πολλών πνευματικών ανθρώπων και ανέπτυξε παράλληλα με την προσωπική του δημιουργία μια έντονη πολιτιστική εκπαιδευτική και κοινωνική δράση. Οργάνωσε 22 ατομικές εκθέσεις βοηθώντας το κοινό να εξοικειωθεί, να αγαπήσει και να αγοράσει το έργο Τέχνης.”
Για το ζωγραφικό του έργο έγραψε:
“Η ζωγραφική του Βίκτωρα Ιωαννίδη είναι φανερό ότι ξεκινά από τα διδάγματα των δασκάλων του στη Σχολή Καλών Τεχνών και επηρεάζεται από τη ζωγραφική της υπαίθρου και τον ιμπρεσιονισμό, που είχαν τότε επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό το καλλιτεχνικό κλίμα του περίγυρου του Αθηναϊκού αυτού καλλιτεχνικού ιδρύματος.
Τα θέματα του είναι το τοπίο, οι σκηνές από την καθημερινή ζωή, οι νεκρές φύσεις και οι προσωπογραφίες. Όμως, όπως αναφέρει και ο ίδιος, το θέμα αυτό καθ’ αυτό, δεν είναι σημαντικό. Σημαντικό είναι η χρησιμοποίηση των ζωγραφικών υλικών για τη μετουσίωση του θέματος σε ποίηση και μουσική. Με βάση το «πιστεύω» του αυτό, ο Βίκτωρας Ιωαννίδης ακολουθεί τους νόμους της αρμονίας και των αντιθέσεων, τους οποίους εξυπηρετεί με την μελετημένη χρησιμοποίηση των συμπληρωματικών χρωμάτων. Για να δημιουργήσει την ποθητή συνθετική αρμονία, ο Βίκτωρ Ιωαννίδης δεν αντιγράφει ποτέ πιστά το θέμα του. Προσθέτει και αφαιρεί τα στοιχεία που πιστεύει ότι εξυπηρετούν την ισορροπημένη δομή του πίνακα. Έτσι παρόλο που η τέχνη του συγγενεύει με αυτή των ιμπρεσιονιστών, όσον αφορά την προσπάθεια απόδοσης της στιγμιαίας εντύπωσης και του ρόλου του φωτός, διαφέρει από αυτήν ως προς το ότι ο Ιωαννίδης εκτελούσε το τελικό έργο στο εργαστήριο του και όχι εκ του φυσικού”.
Σε άλλο σημείο της ομιλίας της ανέφερε:
“Τα έργα του Βίκτωρα Ιωαννίδη, θέλουν να μεταφέρουν στο θεατή τη συγκίνηση που ένιωσε ο δημιουργός τους μπροστά στην ομορφιά της φύσης. Αυτό είναι και το κίνητρο του ζωγράφου όπως φαίνεται από την τελευταία παράγραφο ενός κειμένου του:
«Ευχή και σκοπός που έθεσα στη ζωή μου: Θέλω ο κουρασμένος και εκνευρισμένος άνθρωπος να βρίσκει βλέποντας τους πίνακες μου, την ηρεμία και τη γαλήνη». Μια αντιμετώπιση βέβαια πολύ διαφορετική από αυτή πολλών σύγχρονων καλλιτεχνών, οι οποίοι θέλουν με το έργο τους, να φέρουν τον άνθρωπο αντιμέτωπο με τα προβλήματα και την ασχήμια της ζωής”.
Την ίδια ηρεμία και γαλήνη αντλούσε κι’ ο ίδιος από την ενασχόληση του με την Τέχνη μέχρι και τα βαθιά του γεράματα.
Έλεγε ο ίδιος στα τελευταία, θυμάμαι, χρόνια της ζωής του όταν παραπονιόταν ότι κουράζεται και οι γιατροί και όλοι εμείς τον παροτρύναμε να εργάζεται λιγότερο, “Ζωγραφίζω γιατί είναι για μένα τρόπος να ζω. Άλλοτε άντεχα τα χρόνια της σκοτεινιάς ζωγραφίζοντας και ελπίζοντας. Τώρα ζωγραφίζω για να ζω”.
Έχοντας ολοκληρώσει την σύντομη αυτή αναφορά που με έκανε να βάλω, μαζί με αυτά που ήξερα, με το υλικό που ανασκαλεύοντας στα ντουλάπια βρήκα, με αυτά που έγραψαν οι άλλοι ή αυτά που αποτύπωσαν οι φωτογραφίες, βεβαιώνω με όλη την υποκειμενικότητα μου αλλά και όλη την αντικειμενικότητα των ντοκουμέντων, πως ναι, ο Βίκτωρας Ιωαννίδης ήταν ένας ιδιαίτερος άνθρωπος.
Και είναι και ο τρόπος μου, αυτό που δυσκολεύομαι στον προφορικό λόγο να διατυπώσω, να το πώ γραπτά, να του πώ ότι τον αγαπώ και είμαι σίγουρος ότι έστω κι’ εκεί ψηλά και μακριά που είναι, θα το ακούσει.